- Ἥβης
- Ἥβηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤβης — ἀβάω attain imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀβάω attain imperf ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀβάω attain imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥβης — ἅπτω fasten aor ind pass 2nd sg (attic epic ionic) ἥβη youthful prime fem gen sg (attic epic doric ionic) ἡβάω attain imperf ind act 2nd sg (doric) ἡβάω attain imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἡβάω attain imperf ind act 2nd sg ἡβάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
αφροδισία — Η γενετήσια ορμή, το γενετήσιο ένστικτο, ο σεξουαλισμός. Η α. εκδηλώνεται τόσο ως ψυχική όσο και ως αισθησιακή ενστικτώδης έλξη για το άλλο φύλο και περιλαμβάνει τις καταστάσεις της επιθυμίας και της απόλαυσης. Η α. εμφανίζεται σε λανθάνουσα… … Dictionary of Greek
Mimnermus — Mimnermos was one of several ancient, Greek poets who composed verses about solar eclipses, and there was in fact a total solar eclipse of his home town, Smyrna, on April 6, 648 BC[1] His poetry survives only as a few fragments yet they afford us … Wikipedia
Φλιούς — Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου, NΔ της Κορίνθου. Χτίστηκε από τον ήρωα Φλίαντα ή Φλειούντα, στη δεξιά όχθη του Ασωπού. Αρχικά αυτόνομη και ανεξάρτητη, αποτελούσε, με τις πόλεις Άργος, Σικυώνα, Κόρινθο, Επίδαυρο και Τροιζήνα, την εξάπολη της… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
αλεξιάρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηρακλή και της Ήβης, την οποία νυμφεύτηκε ο μυθικός ήρωας όταν ανέβηκε στον ουρανό και έγινε αθάνατος από τους θεούς. Ήταν αδελφός του Ανίκητου, από τους ίδιους γονείς. Ο Α. και ο Ανίκητος ήταν οι μόνοι από τους 50… … Dictionary of Greek